κουβαλάω

κουβαλάω
κουβαλάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε ), κουβάλησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Stavros Konstantinou — Infobox musical artist Name = Stavros Konstantinou Img capt = Img size = 204 Landscape = Background = group or band Alias = Born = birth date and age|1984|8|26 Origin = Nicosia,Cyprus Genre = Pop music Years active = 2004 mdash; Label =… …   Wikipedia

  • βαγίζω — και βαΐζω ισα, βαϊσμένος, γέρνω: Βάϊσα από το πολύ βάρος που κουβαλάω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουβαλώ — και κουβαλάω κουβάλησα, κουβαλήθηκα, κουβαλημένος 1. μεταφέρω, μετακομίζω: Κουβαλάει ξύλααπό το βουνό. 2. φέρνω κάποιον απρόσκλητο ή ανεπιθύμητο: Τι μας τον κουβάλησες τέτοιαν ώρα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”